-
1 слой
1. (тех, физ.) το στρώμαвыравнивающий - стр. η εξωτερική στρώση (της ομαλοποίησης)горизонтальный - горн. οριζόντιο -культурный - арх. πολιτιστικό -на-крывочный стр. η τελευταία στρώσηотделочный - замазки стр. η τελική στρώση του σοβάподпочвенный - (геод.) το υπόστρωμαпсевдо-сжиженный - το ρευστοποιημένο υπόστρωμα, η ρευστοποιημένη κλίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > слой